- δολερόν
- δολερόςdeceitfulmasc acc sgδολερόςdeceitfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυψίνους — ουν (AM κρυψίνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του 2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.). επίρρ... κρυψίνως (Α) ανειλικρινώς … Dictionary of Greek